παντοκρατορία

παντοκρατορία
η
η παντοδυναμία, η απόλυτη εξουσία πάνω στον κόσμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παντοκρατορία — παντοκρατορίᾱ , παντοκρατορία omnipotence fem nom/voc/acc dual παντοκρατορίᾱ , παντοκρατορία omnipotence fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντοκρατορία — η, ΝΜΑ [παντοκράτωρ] απόλυτη εξουσία, απόλυτη κυριαρχία, παντοδυναμία …   Dictionary of Greek

  • παντοκρατορίας — παντοκρατορίᾱς , παντοκρατορία omnipotence fem acc pl παντοκρατορίᾱς , παντοκρατορία omnipotence fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανταρχία — ἡ, Α [πάνταρχος] παντοκρατορία …   Dictionary of Greek

  • παντοκρατορικός — ή, ό / παντοκρατορικός, ή, όν, ΝΜΑ [παντοκράτωρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παντοκράτορα ή στην παντοκρατορία …   Dictionary of Greek

  • Αλφειός — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 20 μ., 39 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πύργου. II Ο μεγαλύτερος ποταμός της Πελοποννήσου, τόσο σε μήκος (112 χλμ.) όσο και σε όγκο νερού, με λεκάνη απορροής 3.600 τ. χλμ. Πηγάζει από τους… …   Dictionary of Greek

  • Χάρντενμπεργκ, Καρλ - Άουγκουστ πρίγκιπας — (Hardenberg, 1750 – 1822). Πρώσος πολιτικός. Το 1778 στάλθηκε ως πρέσβης του Aνόβερου στην Ολλανδία. Μόλις έγινε βασιλιάς της Πρωσίας ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Γ’ (1797), ο X. διορίστηκε γενικός διοικητής της Φραγκονίας, μετά δε υπουργός των… …   Dictionary of Greek

  • ԱՄԵՆԱԿԱԼՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0061 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c գ. παντοκρατορία, τὸ παντοδύναμον omnipotentia, summa potentia Ամենակալն գոլ. ամենակալ տէրութիւն. ամենազօր իշխանութիւն. ամենակարողութիւն. *Դա պսակ փառաց իմոյ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”